ἀλλοφανεῖς

ἀλλοφανεῖς
ἀλλοφανής
appearing otherwise
masc/fem acc pl
ἀλλοφανής
appearing otherwise
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφιφανής — ες (Α ἀμφιφανής) 1. αρχ. ο ορατός από παντού και από όλους, γνωστός σε όλους, περιφανής 2. (Αστρον.). Αμφιφανείς αστέρες λέγονται οι αστέρες που ανατέλλουν και δύουν, σε αντίθεση με τους αειφανείς* που δεν δύουν ποτέ και τους αφανείς* ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”